- ξεφτίλισμα
- τό1) снимание нагара, прочищение фитиля; 2) см. ξευτέλισμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφτίλισμα — ξεφτίλισμα, το και ξεφιτίλισμα, το, ατος 1. το καθάρισμα του φιτιλιού. 2. ο εξευτελισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφτίλισμα — το [ξεφτιλίζω] εξευτελισμός, ταπείνωση … Dictionary of Greek